μικρόμετρο

μικρόμετρο
Ονομασία δύο οργάνων με διαφορετικά χαρακτηριστικά (οπτικό μ. και τεχνικό μ.), τα οποία χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση ακόμα και πολύ μικρών μηκών με μεγάλη ακρίβεια. Το τεχνικό μ. (ελεγκτήρας, πάλμερ, κοχλίας), χρησιμοποιείται πολύ στα μηχανουργικά εργαστήρια. Αποτελείται από έναν κοχλία ακριβείας και από ένα στέλεχος σε σχήμα U. Το βήμα του κοχλία είναι συνήθως 0,5 χιλιοστά. Το τύμπανο του κοχλία έχει 50 υποδιαιρέσεις. Έτσι υπάρχει διακριτική ικανότητα ενός εκατοστού του χιλιοστού, δηλαδή 10 μικρών. Το οπτικό μ. είναι μια συσκευή που προσαρμόζεται στον προσοφθάλμιο ενός μικροσκοπίου και συνίσταται από ένα πλέγμα το οποίο αποτελείται από δύο παράλληλα σε μικρή απόσταση σύρματα. Αυτά είναι προσαρμοσμένα σ’ ένα πλαίσιο πάνω στο οποίο έχει χαρακτεί μια βαθμονομημένη κλίμακα G1 που βρίσκεται στο εμπρός εστιακό επίπεδο του προσοφθαλμίου. Με τη βοήθεια ενός μικρομετρικού κοχλία το πλαίσιο μπορεί να μετακινηθεί παράλληλα προς το προς μέτρηση αντικείμενο. Η βαθμονόμηση του οπτικού μ. γίνεται αν τοποθετηθεί στη θέση του προς μέτρηση αντικειμένου μια βαθμονομημένη κλίμακα G2 (για παράδειγμα 1 mm διηρημένο σε 100 μέρη). Το μικροσκόπιο μπορεί να ρυθμιστεί έτσι ώστε η μετακίνηση του δέκτη με τα δύο σύρματα από τη μία άκρη της κλίμακας G2 μέχρι την άλλη να απαιτεί έναν ακέραιο αριθμό στροφών του μικρομετρικού κοχλία (για παράδειγμα 10 στροφές). Αν η κεφαλή του μικρομετρικού κοχλία έχει διαιρεθεί σε 100 μέρη, δεν είναι δύσκολο να υπολογιστεί το 1/1.000 της κλίμακας G2, δηλαδή το χιλιοστό του χιλιοστού. Αν αντικαταστήσουμε στην κλίμακα G2 το προς μέτρηση αντικείμενο, μπορούμε να σημειώσουμε με τα δύο σύρματα δύο σημεία του· η απόσταση δίνεται από την ανάγνωση της κλίμακας G1, (η οποία δίνει τον αριθμό των στροφών του μικρομετρικού κοχλία) και από τη θέση της κεφαλής του μικρομετρικού κοχλία (η οποία δείχνει τα κλάσματα της στροφής). Για τεχνικές χρήσεις χρησιμοποιούνται απλοποιημένα οπτικά μ., βαθμονομημένα από πριν, τα οποία είναι λιγότερο ευαίσθητα αλλά πιο πρακτικά. Το πλαίσιο AB μετακινείται με το ενδιάμεσο του μικρομετρικού κοχλία V, του οποίου η κεφαλή είναι διαιρεμένη σε 100 μέρη? είναι επομένως δυνατό να εκτιμηθεί η μετακίνηση του πλαισίου και των δύο συρμάτων, που είναι προσδεδεμένα σε αυτό, ίση προς το ένα εκατοστό του βήματος του κοχλία. Για να υπολογιστεί η απόσταση μεταξύ δύο σημείων του αντικείμενου, που αντιστοιχεί σε έναν ορισμένο αριθμό στροφών του μικρομετρικού κοχλία, τοποθετούμε το μικρόμετρο στο οποίο είναι προσαρμοσμένο το μικροσκόπιο, πάνω σε μία βαθμονομημένη κλίμακα G2 γνωστών διαστάσεων. Μπορεί να τοποθετηθεί το μικροσκόπιο με τέτοιο τρόπο, ώστε 1 χιλιοστό του αντικείμενου να αντιστοιχεί σε 10 στροφές του κοχλία. Διαβάζοντας στη βοηθητική κλίμακα G τον αριθμό των πλήρων στροφών του κοχλία και στην κεφαλή του κοχλία το κλάσμα της στροφής, μπορούμε να εκτιμήσουμε διαστάσεις της τάξης του μικρού (ενός χιλιοστού του χιλιοστόμετρου).
* * *
το
1. μετρολ. μονάδα μήκους, γνωστή και με την παλαιότερη ονομασία μικρόν, με σύμβολο μιπ
2. τεχνολ. όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση πολύ μικρών μηκών με πολύ μεγάλη ακρίβεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. micrometre. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης τού Γρ. Ζαλίκογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μικρ(ο)- — (ΑΜ μικρ[ο]) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. λιγο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. μικρός*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημ. τού β συνθετικού, ενώ χρησιμοποιείται και για να προσδώσει μειωτική σημ. στο β συνθετικό (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρομετρία — η 1. μέτρηση αποστάσεων ή μεγεθών η οποία γίνεται με το μικρόμετρο 2. ο χειρισμός τού μικρομέτρου*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. micrometrie. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • μικρομετρικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μικρομετρία ή στο μικρόμετρο 2. φρ. «μικρομετρικός κοχλίας» τεχνολ. κοχλίας με πολύ λεπτό και ακριβέστατο βήμα, ο οποίος αποτελεί κύριο μέρος τού μικρομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • μικρόν — το μετρολ. παλαιότερη, μη χρησιμοποιούμενη σήμερα, ονομασία τής μονάδας μήκους μικρόμετρο …   Dictionary of Greek

  • νηματούχος — ο, θηλ. και α φρ. «νηματούχο μικρόμετρο» αστρον. παλαιός όρος για τη διόπτρα ερευνητή που φέρει σταυρόνημα και είναι προσαρμοσμένη στην αστρονομική διόπτρα ή στο τηλεσκόπιο, παράλληλα με τον άξονά τους, και με τη βοήθεια τής οποίας γίνεται η… …   Dictionary of Greek

  • στερεομικρόμετρο — το, Ν τύπος στερεομέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stereomicrometer (< στερεός + μικρόμετρο)] …   Dictionary of Greek

  • φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… …   Dictionary of Greek

  • Καβάλο, Τιμπέριο — (Tiberio Cavallo, Νάπολη 1749 – Λονδίνο 1809). Ιταλός φυσικός. Aπό το 1771 ζούσε στο Λονδίνο, όπου, αργότερα, έγινε μέλος της Βασιλικής Εταιρείας. Επινόησε ένα μικρόμετρο και ένα ηλεκτρόμετρο και πραγματοποίησε πολλά πειράματα με χαρταετούς για… …   Dictionary of Greek

  • κολλοειδή — Διαλύματα που χαρακτηρίζουν μία ορισμένη κατάσταση της ύλης, η οποία ορίζεται από την ύπαρξη σωματιδίων με μεγάλη επιφάνεια ανά μονάδα όγκου ή ανά μονάδα μάζας. Ο όρος αυτός αναφέρεται σε οποιαδήποτε ουσία, ανεξάρτητα από τη χημική σύσταση, τη… …   Dictionary of Greek

  • Φραουνχόφερ, Γιόζεφ φον — (Fraunhofer, 1787 – 1826). Γερμανός οπτικός και φυσικός. Σπούδασε φυσικές και μαθηματικές επιστήμες, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως κατασκευαστής γυαλιών. Ως υπότροφος του εκλέκτορα της Βαβαρίας, ο Φ. εργάστηκε στο εργοστάσιο οπτικών οργάνων στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”